- κέλαδος
- κέλαδος, ὁ (Α)(ποιητ. τ.)1. θόρυβος που μοιάζει με αυτόν τού νερού το οποίο κυλά ορμητικά2. ήχος μουσικού οργάνου3. (ποιητ. λ.) δυνατός και καθαρός μουσικός ήχος4. μεγάλος θόρυβος, φωνή, βοή, κραυγή5. ισχυρό, έντονο και καθαρό κελάδημα τών πουλιών6. το τετέρισμα τού τζίτζικα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κέλα-δος εμφανίζει θ. κελα-, που συνδέεται πιθ. με το κελαρύζω ή με το καλώ, και επίθημα -δος, που απαντά και σε άλλες λ. με σημ. «θόρυβος» (πρβλ. όμα-δος, ροίβ-δος). Ο τ. ως β' συνθετικό απαντά μέχρι σήμερα στο Εγκέλαδος «ένας από τους Γίγαντες, η προσωποποίηση τού σεισμού».ΠΑΡ. κελαδώαρχ.κελαδεινός, κελαδήτις.ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. κελαδοδρόμος. (Β' συνθετικό) εγκέλαδοςαρχ.ανακέλαδος, δυσκέλαδος, ευκέλαδος, κακοκέλαδος, καλλικέλαδος, πολεμοκέλαδος, πολυκέλαδος].
Dictionary of Greek. 2013.